- στρέ(γ)ω
- Νβλ.στέργω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρέ(γ)ω — και στέργω δίνω τη συγκατάθεσή μου, ανέχομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλοιόστροφος — ἀλλοιόστροφος, ον (Α) (ποίημα) χωρίς κανονική διάταξη, χωρίς στροφή και αντιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + στροφός < στρέ φω] … Dictionary of Greek
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek